- έξωθεν
- (AM ἔξωθεν)επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος»)μσν.- νεοελλ.φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία»(κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση τής κοινής γνώμης, η υπόληψη τού κόσμουαρχ.-μσν.1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν εἰς τὸν κάμπον», Διγ.β. «ὁρατὸν γὰρ οὐδὲν ὑπελείπετο ἔξωθεν», Πλάτ.)2. στο έξω μέρος3. από αλλού, από άλλη πηγή4. (με το άρθρο ως επίθ.) οἱ ἔξωθενοι ξένοι, οι αλλοδαποίαρχ.1. (με γεν.) απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάποιον ή κάτι («δειμάτων ἔξωθεν»)2. αρχικά, κατ' αρχήν3. τελικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + -θεν (κατάληξη που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. εκεί-θεν, εντεύ-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.